- αγωγιμόμετρο(ν)
- το физ. омметр
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγωγιμόμετρο — Όργανο που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της ειδικής αγωγιμότητας των σωμάτων … Dictionary of Greek